συντροφικάτα

συντροφικάτα
επίρρ. см. συντροφιαστά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συντροφικάτα" в других словарях:

  • συντροφικάτα — Ν επίρρ. 1. συντροφικά, με συντροφιά 2. με εμπορική συνεργασία, συνεταιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντροφικός + επιρρμ. κατάλ. άτα (πρβλ. σταρ άτα, τσεκουρ άτα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»