συντροφικάτα
Смотреть что такое "συντροφικάτα" в других словарях:
συντροφικάτα — Ν επίρρ. 1. συντροφικά, με συντροφιά 2. με εμπορική συνεργασία, συνεταιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντροφικός + επιρρμ. κατάλ. άτα (πρβλ. σταρ άτα, τσεκουρ άτα)] … Dictionary of Greek